- κιδαφεύω
- κιδαφεύω (Α) [κίδαφος]1. (κατά τον Φώτ.) κατατρώγω, διαβιβρώσκω2. (κατά τον Ησύχ.) «πανουργέω».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιδαφεύειν — κιδαφεύω wily pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)